- φιλοθεάμονες
- φιλοθεά̱μονες , φιλοθεάμωνfond of seeingmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλοθεάμων — έαμον, ΝΑ,και τ. ουδ. έαμον, Ν (λόγιος τ.) αυτός τού οποίου αρέσουν πολύ τα θεάματα (α. «το φιλοθεάμον κοινό καταχειροκρότησε την παράσταση» β. «φιλοθεάμονάς τε καὶ φιλοτέχνους», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που με ευχαρίστηση διακρίνει κάτι («τῆς… … Dictionary of Greek
ГЕОРГИЙ РЕДЕСТСКИЙ — [греч. Γεώργιος Ραιδεστινός] (1 я пол. XVII в.), греч. мелург. Происходил из г. Родосто (ныне Текирдаг, Турция, см. Редест). Ученик еп. Мелхиседека Редестского. Лампадарий (ок. 1616 ок. 1629), а затем протопсалт (ок. 1629 1638) Великой ц. в К… … Православная энциклопедия